- τριγλίζειν
- τριγλίζωgigglepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριγλίζω — Α γελώ («τριγλίζειν κατά μίμησιν ἐπὶ τῶν γελώντων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη (πρβλ. κίχλη: κιχλίζω)] … Dictionary of Greek